- λεόντειον
- λεόντειοςof a lionmasc acc sgλεόντειοςof a lionneut nom/voc/acc sgλεόντεοςmasc acc sgλεόντεοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεόντειος — α, ο (AM λεόντειος, εία, ον, Α θηλ. και ος) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι, λιονταρήσιος («δέρμα λεόντειον», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ («λεόντειος σχολή») 2. φρ. α) «λεόντειος εταιρεία»… … Dictionary of Greek